Στο νομό Πέλλας
, όταν το μωρό γινόταν σαράντα ημερών, ο πατέρας ρωτούσε τον κουμπάρο, αν ήθελε να βαπτίσει το μωρό. Για να τον καλέσουν, έπαιρναν μια λαμπάδα και μια πετσέτα και πήγαιναν να του πουν ποια μέρα θα γινόταν η βάφτιση.
Την ημέρα της βάπτισης ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δύο κουβάδες ζεστό νερό. Το μωρό ερχόταν με κάποιον συγγενή και εκεί το έπαιρνε ο κουμπάρος, αφού του έδινε λεφτά. Η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία. Την ώρα της βάπτισης όλοι έριχναν λεφτά στη κολυμπήθρα.
Ο κουμπάρος έλεγε το όνομα του παιδιού, που δεν το ήξερε κανείς, και τα παιδιά έτρεχαν στη μητέρα για να της το πουν. Σ’ όποιο παιδί έφτανε πρώτο η μητέρα του έδινε περισσότερα λεφτά από τ’ άλλα.
Μετά το τέλος της βάπτισης οι καλεσμένοι σήκωναν τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν“άξιος” και οι συγγενείς, αντί για μπομπονιέρες, μοίραζαν λεφτά και σταυρουδάκια. Ο κουμπάρος έφερνε το μωρό στο σπίτι και η μητέρα γονάτιζε τρεις φορές και του φιλούσε το χέρι για να το πάρει.
Όταν έφευγε από το σπίτι ο κουμπάρος, πήγαινε απ’ την κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά.