Η ΒΑΦΤΙΣΗ
Τα έθιμα κατά τη βάφτιση ήτανε σχεδόν τα ίδια σ’ όλον τον Πόντο.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Την βάφτιση στον Πόντο την θεωρούσαν ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο, απ’ όλα τ’ άλλα Μυστήρια. Επικρατούσε η δοξασία ότι ή απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα, εξασφάλιζε κατά το μεγαλύτερο μέρος την αιώνια ζωή στον άλλον κόσμο.
Προπαντός για τα μικρά παιδιά πίστευαν ότι, αν τύχαινε να πεθάνουν βαφτισμένα, πριν μεγαλώσουν κι’ αρχίσουν τις αμαρτίες, ήταν απόλυτα εξασφαλισμένος ό Παράδεισος, αν τύχαινε πάλι να πεθάνουν αβάφτιστα, ή ψυχούλα τους θα ήτανε κολασμένη στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό και η σοβαρότερη φροντίδα μόλις γεννιόταν ένα παιδί ήτανε να το βαφτίσουν.
Έτρεμαν μην πεθάνει πριν προλάβει να βαφτιστεί. Σε μιά τέτοια περίπτωση η θανάσιμη αμαρτία βάρυνε τούς παππούδες, σύμφωνα με την παράδοση, διότι οι γονείς τού παιδιού, σαν νεότεροι, δεν είχαν πείρα τής ζωής—έταν τζαχάλ’ =ήσαν άμαθοι, τζαχίληδες.Για να προλάβουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο επισπεύδανε τη βάφτιση, πού γινότανε συνήθως 15—40 μέρες μετά τη γέννα.
ΑΝΑΔΟΧΟΙ
Από καθιερωμένη συνήθεια το πρώτο παιδί ενός αντρόγυνου ήταν υποχρεωμένος να το βαφτίσει ό κουμπάρος του, εκείνος πού τούς στεφάνωσε. Τ’ άλλα παιδιά τους τα βάφτιζαν συγγενείς και φίλοι. Οι γονείς, πριν γεννηθεί το παιδί, σε κανένα δεν έδιναν λόγο, μόνο αρκούνταν να πουν: ας λευτερούται ή ας λευτερούμαι μίαν με το καλόν κ’ επεκεί ελέπομε =ας λευτερωθεί ή ας λευτερωθώ πρώτα με το καλό κ’ έπειτα βλέπομε.
Όλοι οι υποψήφιοι ανάδοχοι είχαν το νου τους, μόλις γεννιότανε το παιδί να στείλουν γάλα στη λεχώνα. Όποιος πήγαινε ή έστελνε πρώτος το γάλα, εκείνος αποκτούσε το δικαίωμα να το βαφτίσει. Αν οι γονείς για οποιοδήποτε λόγο ήθελαν να κάμουν κουμπάρο έναν πού δεν το είχε ζητήσει, τότε άσχετα με τους τυχόν άλλους υποψήφιους, μόλις γεννιότανε το παιδί του στέλνανε μια λαμπάδα κι’ ένα μεταξωτό μαντίλι με τη μαμή πού του ’λεγε: έστειλανε-σε την λαμπάδαν ασ’ ση… τάδε, να βαφτίεις το παιδίν-ατουν ή το μωρόν-ατουν. Η μαμή για τον κόπο της έπαιρνε φιλοδώρημα χρηματικό παχσούσ’.
Αν ήθελε κανείς οπωσδήποτε και με κάθε θυσία να προτιμηθεί και να εξασφαλίσει απόλυτα τη συγκατάθεση των γονιών να τούς βαφτίσει το παιδί, τότε ευθύς μετά τη γέννα έπρεπε να στείλει ένα ποτήρι λάδι. Οι γονιοί ήταν υποχρεωμένοι να το δεχτούν. Ούτε και μπορούσαν πια να κάμουν χρήση τής λαμπάδας, όπως είπαμε πιο πάνω. Επικρατούσε το δόγμα: ή λαμπάδα ’κί νικά τ’ ελάδ’.
Όλα τα παιδιά πού βάφτιζε ό ίδιος ό ανάδοχος λογιζόνταν αδέρφια πνευματικά και δεν έπεφτε μεταξύ τους στεφάνι, έπεσαν σ’ ένα αγκάλαν και ’κι τισεύνε. Γι’ αυτό κ’ επιδίωκε ό καθένας να βαφτίζει μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ
Η πρόσκληση στη βάφτιση γινότανε κι’ από το μέρος των γονιών του παιδιού κι’ από το μέρος τού αναδόχου. Έστελναν ένα παιδί στα γνωστά και φιλικά τους σπίτια και τούς προσκαλούσανε στη βάφτιση, είτε την ίδια μέρα, είτε μιά μέρα νωρίτερα. Στο παιδί αυτό οι καλεσμένοι δίναν φιλοδώρημα χρηματικό—παχσούσ’.
Επίσης κ’ οι γονιοί κι’ ό ανάδοχος όσους συναντούσανε τις προηγούμενες μέρες τούς έκαναν λόγο για τη βάφτιση και τούς προσκαλούσαν.
ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΑ
Ο νονός ήταν υποχρεωμένος να προμηθευτεί για το μικρό εσώρουχα είτε ραμμένα, είτε σε ύφασμα χασεδένιο. Επίσης και ύφασμα μάλλινο ή μεταξωτό για ρουχαλάκια. Στα τελευταία χρόνια υπήρχαν όλα έτοιμα σε κουτιά, κ’ έτσι τα προμηθευόταν. Έπαιρνε ακόμα κ’ ένα σταυρό με αλυσιδίτσα ή μεταξωτή κορδέλλα, τα κουφέτα, και κεριά να βαστούν οι καλεσμένοι. Εκτός αυτά, την ημέρα πού ήτανε να γίνει ή βάφτιση, έστελνε και γλυκίσματα: τσιριχτά—λουκουμάδες—, πορέκ κ.τ.λ.
Τη μεγάλη λαμπάδα για τη βάφτιση την έπαιρνε πάντως η μητέρα του παιδιού και την έστελνε στο μελλούμενο κουμπάρο της.
ΒΑΦΤΙΣΗ
Η βάφτιση μπορούσε να γίνει είτε στο σπίτι, είτε στην εκκλησία. Η μητέρα δεν πήγαινε στο Μυστήριο έμενε σπίτι κι’ αν η βάφτιση γινόταν εκεί, πήγαινε σε άλλο δωμάτιο.
Στην εκκλησία ο ανάδοχος, με το παιδί στην αγκαλιά, ή στην αγκαλιά τής μαμής, περίμενε στο νάρθηκα, όπου ο παπάς διάβαζε τούς εξορκισμούς και τα κατηχητικά. Μόλις ο νονός έλεγε το όνομα τού παιδιού, αμέσως έτρεχαν τα παιδιά να πάνε στο σπίτι και να φέρουν την είδηση στη μητέρα του — να πάνε στοιχαράζ’ν-ατην.
Για αμοιβή παίρνανε φιλοδώρημα χρηματικό: τα στοιχαράτκα. Αν η βάφτιση γινότανε στο σπίτι, τότε το στοιχαρίαγμαν γινόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Αυτά, βέβαια, όταν ο ανάδοχος κρατούσε μυστικό το όνομα που ήθελε να βάλει στο παιδί.
Μετά τις προκαταρκτικές εξορκιστικές και κατηχητικές ευχές στο νάρθηκα, ο παπάς οδηγούσε τον ανάδοχο με το παιδί στην αγκαλιά στη μέση της εκκλησίας, όπου ήτανε στημένη ή κολυμβήθρα, κι’ ολόγυρα οι συγγενείς κ’ οι καλεσμένοι. Σ’ όλους έδιναν κεριά πού τ’ άναβαν την ώρα εκείνη. Στους παπάδες και ψάλτες έδιναν λαμπάδες. Συνεχιζόταν έτσι ή βάφτιση με τη γνωστή σειρά και το τυπικό τής εκκλησίας. Ο ανάδοχος εκτός τα έξοδα όλα τής εκκλησίας, έδινε χρηματικό φιλοδώρημα και στη μαμή.
ΟΝΟΜΑΤΑ
Επικρατούσε ή συνήθεια να βάλουν τα ονόματα των παππούδων, και μάλιστα όταν ήταν πεθαμένοι. Αν ζούσαν, το είχανε σε κακό—από πρόληψη—να βάλουν τα ονόματά τους. Ωστόσο μερικοί παππούδες προτιμούσανε ζώντας να καμαρώσουν τα εγγόνια πού με τ’ όνομά τους θα τούς διαδεχόντανε στη ζωή. Επίσης προτιμούσανε να βάλουν τα ονόματα τυχόν πεθαμένων αδελφών των γονιών τού παιδιού. Πάντως για να μπουν τα ονόματα αυτά έπρεπε να ‘ναι σύμφωνος κι’ ο ανάδοχος πού είχε το «βέτο». Συνήθως ό ανάδοχος δε διαφωνούσε. Μπορούσε όμως να ‘χει κι’ ό ίδιος τις απόψεις του και να προτιμήσει να βάλει όνομα τής αρεσκείας του ή δικών του συγγενών κι’ αγαπημένων προσώπων. Αν δεν υπήρχε καμμιά σοβαρή προτίμηση για την εκλογή τού ονόματος, τότε μεσολαβούσαν κι’ άλλοι επικουρικοί παράγοντες:
Αν τύχαινε να γεννηθεί το παιδί σε ταξίδι, συνήθιζαν να τ’ ονομάζουν Ευστράτιο Ευστράτια—Στρατή. Αν γεννιότανε την ημέρα ή την παραμονή καμμιάς γιορτής, προτιμούσαν τ’ όνομα τού Αγίου τής Αγίας πού γιόρταζε και μάλιστα αν τύχαινε να γεννηθεί δύσκολα• λέγανε τότε πώς ό Άγιος λευτέρωσε την μητέρα κ’ έσωσε και το παιδί. Αν στους γονιούς δεν στεκόντανε παιδιά, προτιμούσαν να τ’ ονομάσουν Στυλιανό ή Στυλιανή, Ευστάθιο ή Ευσταθία.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Το ξεκίνημα από την εκκλησία για το σπίτι γινότανε με τελετουργική πομπή. Ο ανάδοχος βαστούσε το νεοφώτιστο ξαπλωμένο στα μπράτσα του και τη λαμπάδα στο χέρι. Ακολουθούσαν οι καλεσμένοι. Οι παπάδες κ’ οι ψάλτες προβαδίζοντας ψέλνανε σ’ όλο το διάστημα τού δρόμου το «όσοι εις Χριστόν βαπτίσητε.. », το «εν τη ερυθρά θαλάσση…» κ.τ.λ. Μόλις φτάνανε στο σπίτι, ή μητέρα τού παιδιού παρουσία τού παπά έκανε τρεις μετάνοιες και σταυρούς μπροστά στον ανάδοχο, τού φιλούσε το χέρι και παραλάβαινε το παιδί λέγοντάς του: Πάντ’ άξιος.
Ο νονός παραδίνοντας το παιδί έλεγε: Ούς τα εφτά χρόνα σ’ εσέν τεσλήμ =ως τα εφτά χρόνια σού το παραδίνω—σου το εμπιστεύομαι. Αφού καθόνταν ύστερα όλοι, τους κερνούσανε γλυκό και κονιάκ, αργότερα δε και γλύκισμα. Επίσης μετά το κέρασμα στρώνανε τραπέζι με διάφορα τσερεζικά, μεζέδες, φρούτα, πιοτά, προσφέρνανε τσάι με παξιμάδια, τυρί, ελιές κ.τ.λ. Στο τέλος μοίραζαν και τις μπομπονιέρες με τα κουφέτα. Στα παλιότερα χρόνια αντί για κουφέτα μοίραζαν τσερεζικά.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΦΤΙΣΗ
Την επόμενη βδομάδα ή στα δεκαπέντε, ο γονιοί τού νεοφώτιστου στέλνανε στον ανάδοχο και στους δικούς του δώρα. Συνήθως δίνανε στον ανάδοχο: Ένα πουκάμισο μεταξωτό, ένα μαντίλι μεταξωτό, ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα ζευγάρι παντόφλες κεντητές. Στην νουνά: Ένα πουκάμισο λινό με υφασμένο μετάξι ολόγυρα—πασά κεναρλούν καμίσ’. Στους τυχόν γονιούς ή άλλους σπιτικούς τού νονού από ένα ζευγάρι κάλτσες.
Επίσης καλούσανε σε γεύμα καμιά Κυριακή τον ανάδοχο με τη γυναίκα του. Αν ήταν ανύπαντρος τον καλούσανε συχνότερα σε γεύματα και σε δείπνα
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Ο ανάδοχος θεωρούταν ό πνευματικός πατέρας τού παιδιού μετά τα εφτά του χρόνια. Ώσπου να μεγαλώσει, δεν έπαυε να δείχνει το ενδιαφέρον του. Φρόντιζε για τη μόρφωσή του και γενικά για την προκοπή του, και τού παράστεκε σε κάθε φάση τής ζωής του, προπαντός όταν τύχαινε να μείνει ορφανός από πατέρα ή μητέρα. Ιδιαίτερα φρόντιζε να το παρακολουθεί αν πάει ταχτικά στην εκκλησία και αν είναι ευσεβής και θεοφοβούμενος. Η κηδεμονία αυτή συνεχιζόταν ως τούς γάμους τού παιδιού. Το μικρό όταν άρχιζε να μιλάει ονόμαζε τον ανάδοχό του δεξάμενε (τελευταία και νονό) και τη νουνά του: δεξαμέντσα ή νουνά. Ο ανάδοχος κ’ ή γυναίκα του το προσαγόρευαν: δέξιματ’ ή με τ’ όνομά του.
Το παιδί σεβότανε τούς αναδόχους του όπως και τούς γονιούς του.
Κι’ αν ευτυχούσε, ή οπωσδήποτε ευπορούσε στη ζωή του, δεν ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του και προς αυτούς, προπάντων όταν τύχαινε να δυστυχούν. Τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, στις γιορτές τους κ. τ. λ. πήγαιναν και τούς φιλούσαν το χέρι, παίρνοντας έτσι και το σχετικό δώρο, ή φιλοδώρημα χρηματικό.
Πηγή*: Το αξεπέραστο ως σήμερα έργο του Ξενοφώντα Άκογλου (Ξένου Ξένιτα), Από την ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων-, εκδ. Μάτι, αναστατική έκδοση του 1938.